Η υποβολή απαίτησης επαλήθευσης χρέους στο πλαίσιο εκκαθαρίσεων στην Κύπρο αποτελεί την ραχοκοκαλιά της διαδικασίας διεκδίκησης των απαιτήσεων των πιστωτών έκαστης εταιρείας υπό εκκαθάριση, έτσι που η προσεκτική και έγκαιρη υποβολή των απαιτήσεων να είναι ζωτικής σημασίας για την εξασφάλιση των δικαιωμάτων των πιστωτών κατά την εκκαθάριση.
Το ζήτημα της επαλήθευσης χρεών διέπεται από το Άρθρο 251 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 το οποίο προβλέπει για τον αποκελισμό των πιστωτών οι οποίοι δεν έχουν προβεί στην επαλήθευση των απαιτήσεων τους από οποιαδήποτε διανομή που γίνεται πριν από μία τέτοια επαλήθευση.
Αρχικά, πιστωτής ο οποίος επιθυμεί να ανακτήσει το χρέος του (ή έστω μέρος αυτού) πρέπει να υποβάλει επαλήθευση γραπτώς και εντός 35 ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης του διατάγματος εκκαθάρισης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Η εν λόγω προθεσμία των 35 ημερών δύναται να παραταθεί από τον επίσημο παραλήπτη ή τον εκκαθαριστή της εταιρείας (ανάλογα από την περίπτωση), κατόπιν υποβολής αιτιολογημένου αιτήματος από τον πιστωτή.
Η επαλήθευση θα πρέπει να γίνεται με την συμπλήρωση του εντύπου που καθορίζεται από τους περί Εταιρειών (Εκκαθάριση) Κανονισμούς και να υπογράφεται είτε από τον ίδιο τον πιστωτή είτε από εξουσιοδοτημένο προς τούτο πρόσωπο. Το εν λόγω έντυπο περιλαμβάνει λεπτομέρειες όπως το όνομα του πιστωτή, το ποσό της απαίτησης, και τη φύση της οφειλής (π.χ., δάνειο, τιμολόγιο, μισθοί κλπ.) και συνοδεύεται από κατάσταση λογαριασμού που αποδεικνύει τις λεπτομέρειες του χρέους και ειδικεύει τις αποδείξεις πληρωμών, τα ονόματα των εγγυητών που έχουν ευθύνη σε σχέση με το χρέος της εταιρείας (αν υπάρχουν) κλπ., ενώ παράλληλα θα πρέπει να εκθέτει κατά πόσο ο πιστωτής είναι ή δεν είναι εξασφαλισμένος πιστωτής.
Με την υποβολή επαλήθευσης χρέους από πιστωτή, ο επίσημος παραλήπτης ή εκκαθαριστής (ανάλογα από την περίπτωση) έχει στη διάθεση του 21 ημέρες να αποδετεί ή να απορρίψει γραπτώς την εν λόγω επαλήθευση ή να απαιτήσει περαιτέρω μαρτυρία προς υποστήριξη της εν λόγω επαλήθευσης.
Αξίζει να σημειωθεί πως στο στάδιο αξιολόγησης της επαλήθευσης χρέους από τον επίσημο παραλήπτη ή εκκαθαριστή (ανάλογα από την περίπτωση), ο τελευταίος οφείλει να εφαρμόζει την αρχή του ‘πτωχευτικού συμψηφισμού’ που προνοείται από το Άρθρο 35 του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ. 5 και το οποίο υιοθετείται από το Άρθρο 298Β του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113.
Σε περίπτωση που ο πιστωτής δεν είναι ικανοποιημένος με την απόφαση του εκκαθαριστή ή του επίσημου παραλήπτη, ο πιστωτής δύναται να προσβάλει την εν λόγω απόφαση προσφεύγοντας στο Δικαστήριο, εντός 21 ημερών από την ημέρα που έλαβε γνώση της απόφασης του εκκαθαριστή ή του επίσημου παραλήπτη, και το Δικαστήριο δύναται να επικυρώσει, ακυρώσει ή διαφοροποιήσει την εν λόγω απόφαση.
Στην περίπτωση δε που η απαίτηση εγκριθεί, ο πιστωτής περιλαμβάνεται στην κατάσταση χρεών και λαμβάνει μέρος στη διανομή των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας σύμφωνα με την σειρά προτεραιότητας που ορίζει η νομοθεσία.
Καταληκτικά, η ορθή και έγκαιρη επιβολή επαλήθευσης χρέους είναι ύψιστης σημασίας αφού σε διαφορετική περίπτωση οι πιστωτές μίας υπό εκκαθάριση εταιρείας θα αποκλείονται από το όφελος οποιασδήποτε διανομής.