Οι Δικηγορικοί Υπάλληλοι θεωρούνται σε μεγάλο βαθμό η ραχοκοκαλιά κάθε δικηγορικής εταιρείας και εκπληρώνουν κρίσιμους ρόλους στη νομική κοινότητα. Απότη διεξαγωγή έρευνας, τη σύνταξη υπομνημάτων, συμβάσεων και πολλά άλλα, αυτοί οι επαγγελματίες νομικοί είναι αναπόσπαστοι στην προετοιμασία των δικηγόρων για δίκη. Χωρίς την υποστήριξη και τις κρίσιμες λειτουργίες που παρέχουν στις νομικές πρακτικές, είναι ασφαλές να πούμε ότι πολλά άτομα και καταναλωτές δεν θα έβλεπαν δικαιοσύνη.
Ανάλογα με την εμπειρία και τα καθήκοντα που απαιτούνται, προσλαμβάνονται συχνά για να ασχοληθούν με την πλευρά της εξυπηρέτησης πελατών της πρακτικής, συνήθως ως εκπρόσωποι των δικηγόρων. Συγκεντρώνουν όλες τις πληροφορίες, γεγονότα και αποδείξεις, συμμετέχουν σε συνομιλίες με πελάτες, επικοινωνούν με δικαστήρια και άλλες νομικές εταιρείες και συχνά παρέχουν καθήκοντα διοίκησης γραφείου. Οι Δικηγορικοί Υπάλληλοι είναι συχνά άτομα υψηλής ειδίκευσης με συγκεκριμένα σύνολα γνώσεων για να υποστηρίξουν και να βοηθήσουν τους δικηγόρους με την πρακτική τους σε όλα τα στάδια, από την πρόσληψη έως την επίλυση, ωστόσο, έχουν περιορισμένο εύρος ως προς το τι μπορούν και τι δεν μπορούν να κάνουν μόνοι τους και σε μια δικηγορική πρακτική. Συχνά, τους ανατίθεται το καθήκον να αξιολογήσουν μια υπόθεση κατά την πρόσληψη και να συλλέξουν πληροφορίες για να αποφασίσουν εάν πρόκειται για μια υπόθεση που θα απαιτούσε νομική συμβουλή και εκπροσώπηση δικηγόρου.
Σύμφωνα με το Νόμο Ν.6/1965, εισήχθηκε στον δικηγορικό τομέα η έννοια του Δικηγορικού υπαλλήλου και της ανάγκης εργοδότησης τους σε δικηγορικά γραφεία. Ο όρος «Δικηγορικοί Υπάλληλοι» αναφέρεται σε μια ξεχωριστή ομάδα ατόμων που παρέχει βοήθεια στους Δικηγόρους στην παροχή των νομικών υπηρεσιών. Μέσω επίσημης επιστημονικής καταρτίσεως, πρακτικής εκπαιδεύσεως και εμπειρίας, οι Δικηγορικοί Υπάλληλοι αποκτούν γνώση και πείρα σε σχέση με το νομικό σύστημα και τις απαραίτητες δεξιότητες, που τους εφοπλίζει με το προσόν να διεξάγουν εργασία νομικής φύσεως υπό την επίβλεψη Δικηγόρων.
Ένας “Δικηγορικός Υπάλληλος” είναι άτομο με επιστημονική κατάρτιση, εκπαίδευση και εργασιακή πείρα, που εργοδοτείται από ένα Δικηγόρο, δικηγορικό γραφείο, οργανισμό ή κυβερνητική υπηρεσία ή άλλη ένωση προσώπων που εκτελεί ουσιαστικήςφύσεως νομική εργασία για την οποία έχει την ευθύνη ο Δικηγόρος. Αυτός ο ορισμός ορίζει τον Δικηγορικό Υπάλληλο σαν επαγγελματία.
Οι Δικηγορικοί Υπάλληλοι εκτελούν ολοένα και περισσότερα καθήκοντα ορισμένα απότα οποία είχαν προηγουμένως ανατεθεί σε νομικούς γραμματείς. Επίσης, οι δικηγόροι μπορούν να είναι μια λιγότερο δαπανηρή εναλλακτική λύση για τις δικηγορικές εταιρείες, παρά το γεγονός ότι εκτελούν μια μεγάλη ποικιλία καθηκόντων όταν αυτά εκτελούνταν από δικηγόρους εισαγωγικού επιπέδου.
Οι αλλαγές στον τομέα των νομικών υπηρεσιών την τελευταία δεκαετία, αφήνουν άφθονο περιθώριο για τους δικηγορικούς υπαλλήλους να αναλάβουν τη χαλαρότητα και να καλύψουν τα κενά που αφήνουν αυτές οι αλλαγές. Αυτές οι ευκαιρίες ήταν αποτέλεσμα του επιπέδου των αμοιβών που χρεώνουν οι δικηγόροι και οι δικηγορικέςεταιρείες (απρόσιτες για τους περισσότερους), το κόστος της ακαδημαϊκής κατάρτισης και η αφθονία των πτυχιούχων νομικής.
Αποτέλεσμα των πιο πάνω αλλαγών είναι ότι οι Δικηγορικοί Υπάλληλοι αρχίζουν να γίνονται οι πάροχοι νομικών υπηρεσιών για τους περισσότερους καταναλωτές. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο είναι τόσο σημαντικό να αποκτήσετε όσο το δυνατόν περισσότερη εμπειρία, στον τομέα αυτό εμπλουτίζοντας έτσι το βιογραφικό σας και εκτοξεύοντας την καριέρα σας.